συναριστώ

συναριστώ
(I)
-άω, ΜΑ [συνάριστος]
προγευματίζω ή γευματίζω μαζί με άλλον
αρχ.
(το θηλ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. ως κύριο όν.) Συναριστῶσαι
τίτλος κωμωδίας τού Μενάνδρου.
————————
(II)
-έω, Μ [συνάριστος]
συναριστῶ* (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”